- σηστόν
- σηστόςthe siftermasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σηστόν — Σηστός fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθορμίζω — (Α μεθορμίζω, Α και ιων. τ. μετορμίζομαι) 1. μετακινώ ή μεταφέρω πλοίο από ένα λιμάνι σε άλλο («καὶ παραινοῡντος εἰς Σηστὸν μεθορμίσαι τὸν στόλον», Πλούτ.) 2. μέσ. μεθορμίζομαι (για πλοίο) καταπλέω από ένα λιμάνι σε άλλο (α. «ο στόλος… … Dictionary of Greek
σηστό(ν) — (I) τὸ, Α [σήθω] πιθ. μέτρο βάρους καρπών («σηστὸν καρύων ποντικῶν», πάπ.). (II) το, Ν βιολ. το σύνολο τών ζωντανών οργανισμών και σωματιδίων που επιπλέουν παθητικά στο νερό, το οποίο υποδιαιρείται σε πλαγκτόν, πλευστόν, νευστόν, υπονευστόν και… … Dictionary of Greek